- κακουχία
- ηκακοπάθεια: Στον πόλεμο πέθαναν πολλοί από τις κακουχίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακουχία — κακουχίᾱ , κακουχία maltreatment fem nom/voc/acc dual κακουχίᾱ , κακουχία maltreatment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχίᾳ — κακουχίαι , κακουχία maltreatment fem nom/voc pl κακουχίᾱͅ , κακουχία maltreatment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχία — ἡ (AM κακουχία) [κακουχώς] 1. κακοπάθεια, ταλαιπωρία 2. κακομεταχείριση («κακουχίας μεταίτιοι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σωματική κακοποίηση («πέθανε από τις κακουχίες») 2. πληθ. οι κακουχίες τα δεινοπαθήματα μσν. αρχ. κακοτυχία, δυστυχία αρχ. κακή… … Dictionary of Greek
κακουχίας — κακουχίᾱς , κακουχία maltreatment fem acc pl κακουχίᾱς , κακουχία maltreatment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχίαι — κακουχία maltreatment fem nom/voc pl κακουχίᾱͅ , κακουχία maltreatment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχίαν — κακουχίᾱν , κακουχία maltreatment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχιῶν — κακουχία maltreatment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχίαις — κακουχία maltreatment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλοδάρσιμο — το κακουχία, δεινοπάθηση … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek